- λιόκουρο
- το1. κοινή ονομασία τής νόσου ίκτερος, αλλ. (η)λιόκρουγμα2. στον πληθ. τα λιόκουραμαγικά αντικείμενα τα οποία βουτά κάποιος στο νερό και ποτίζει αυτόν που πάσχει από ίκτερο.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. τού λιόκρουγμα με παρετυμολογική επίδραση συναφών λέξεων].
Dictionary of Greek. 2013.