λιόκουρο

λιόκουρο
το
1. κοινή ονομασία τής νόσου ίκτερος, αλλ. (η)λιόκρουγμα
2. στον πληθ. τα λιόκουρα
μαγικά αντικείμενα τα οποία βουτά κάποιος στο νερό και ποτίζει αυτόν που πάσχει από ίκτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. τού λιόκρουγμα με παρετυμολογική επίδραση συναφών λέξεων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”